λευκοσιδηρουργός

λευκοσιδηρουργός
ο жестянщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λευκοσιδηρουργός" в других словарях:

  • λευκοσιδηρουργός — ο αυτός που κατασκευάζει είδη από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος + ουργός (< ἔργον*). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιωαν. Ν. Λεβαδέα] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • λευκοσιδηρουργείο — το εργαστήριο όπου κατασκευάζονται είδη από λευκοσίδηρο, κν. τενεκετζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσιδηρουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζής — ο πληθ. ήδες 1. ο φανοποιός, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής. 2. μτφ., αυτός που κρατάει φανάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανοποιός — ο ο κατασκευαστής φανών, ο φαναρτζής, ο λευκοσιδηρουργός, ο τενεκετζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»